Ο πρώην επικροτεί το έργο του σημερινού πρωθυπουργού στο εξωτερικό και του υπουργού Οικονομικών στην οικονομία: «Η κατάσταση θα είναι μίζερη μέχρι το 2020, αλλά θα έχουμε το κεφάλι έξω από το νερό»
Σταθερή αλλά αργή θα είναι η πορεία βελτίωσης που θα διαγράψει η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια, εκτιμά ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κώστας Σημίτης, ο οποίος θεωρεί ότι προς αυτή την κατεύθυνση, εκτός από τη δεδομένη στήριξη των Ευρωπαίων εταίρων της χώρας, χρειάζεται να γίνουν πολλά από την ίδια την Ελλάδα για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στο διεθνές στερέωμα, αλλά και να αυξήσει την εγχώρια παραγωγικότητα και παραγωγή της.
«Είμαι αισιόδοξος, πιο αισιόδοξος απ' όσο ήμουν παλαιότερα», εκμυστηρεύεται στους συνομιλητές του ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος, με τη γνωστή εγκράτεια που τον διακρίνει σπεύδει να συμπληρώσει: «Ξέρετε ότι η δική μου αισιοδοξία κυμαίνεται στο όριο που από άλλους μπορεί να θεωρείται απαισιοδοξία». Ο κ. Σημίτης διαπιστώνει σημάδια βελτίωσης στο οικονομικό περιβάλλον, αλλά προσγειώνει όσους συνομιλούν μαζί του, επισημαίνοντας ότι για τα επόμενα χρόνια «η κατάσταση θα είναι μίζερη» και «οι δυσκολίες δεν θα ξεπεραστούν πριν από το 2020».
«Τελευταία γίνεται καλή δουλειά από τον Σαμαρά με τα ταξίδια του στο εξωτερικό και τον Στουρνάρα στην οικονομία», είναι η άποψη που εκφράζει, δίνοντας έμφαση στην προσπάθεια που γίνεται για να ανακτήσει η Ελλάδα το κύρος της και να αποκατασταθεί το κλίμα εμπιστοσύνης στην οικονομία, που θα φέρει επενδύσεις και θα συμβάλει στην ανάπτυξη και την καταπολέμηση της ανεργίας.
Ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος που χτύπησε, τον Δεκέμβριο του 2008, το καμπανάκι για την πιθανή έλευση του ΔΝΤ στην Ελλάδα, δεν θεωρεί ότι η διαφωνία του διεθνούς οργανισμού με την Ευρωπαϊκή Ενωση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους θα αποβεί εις βάρος της χώρας μας, ούτε ενστερνίζεται τη διακινούμενη φημολογία περί επιβολής νέων εισπρακτικών μέτρων ή οριζόντιων εισοδηματικών περικοπών. Εκτιμά μεν ότι θα συνεχιστεί η πίεση κυρίως για την εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων, αλλά, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «θα μας αφήσουν να έχουμε το κεφάλι έξω από το νερό». Γι’ αυτό και πιστεύει ότι «για πολιτικούς λόγους» θα δεχθούν την επίτευξη ενός μικρού πρωτογενούς πλεονάσματος στον φετινό Προϋπολογισμό, παρότι, όπως επισημαίνει, «με τεχνικούς όρους, θα μπορούσαν ακόμη και έλλειμμα να βγάλουν».
Η σπουδή για παροχές από το πλεόνασμα
Ο πρώην πρωθυπουργός, ωστόσο, θεωρεί απολύτως λανθασμένη τη σπουδή ορισμένων κυβερνητικών παραγόντων να σπεύσουν να εξαγγείλουν διανομή του πρωτογενούς πλεονάσματος μέσω παροχών. «Δεν καταλαβαίνω γιατί βιάστηκαν να το μοιράσουν πριν καν το έχουν», σχολιάζει και υποστηρίζει ότι εφόσον αυτό δεν πάει για τη μείωση του χρέους, πρέπει να κατευθυνθεί σε επενδύσεις που θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη και την αύξηση της απασχόλησης. Με κριτική διάθεση στέκεται και στον τρόπο με τον οποίο προχωρά το πρόγραμμα κινητικότητας και διαθεσιμότητας στο Δημόσιο. «Δεν έχουν εξηγήσει επαρκώς τα οφέλη για την κοινωνία από τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και ότι οι πόροι που θα εξοικονομηθούν από τις απολύσεις του υπεράριθμου και ακατάλληλου προσωπικού θα πάνε για τη βελτίωση των υποδομών στην παιδεία και την υγεία», επισημαίνει, ενώ αποδίδει την έλλειψη πειστικότητας και στο γεγονός ότι δεν προηγήθηκε ουσιαστική αξιολόγηση. Αναγνωρίζει ότι το εγχείρημα είναι δύσκολο, ενθυμούμενος τις αντιδράσεις -«πιέσεις, τηλεφωνήματα, καταγγελίες»- που είχαν παρατηρηθεί όταν την εποχή που κυβερνούσε αποφάσισε να καταργήσει το Ιδρυμα Παλιννοστούντων από την πρώην Σοβιετική Ενωση, καθώς είχε εκπληρωθεί ο σκοπός του. «Οσοι δεν θέλουν να αλλάξει τίποτε, δεν θεωρούν ποτέ κατάλληλο τον χρόνο για αλλαγές», αναφέρει, και συμπληρώνει: «Οταν τα πράγματα πάνε καλά, λένε ότι “δεν χρειάζονται αλλαγές αφού πάμε καλά”, και όταν δεν πάνε καλά, λένε ότι “τώρα δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε γιατί έχουμε δυσκολίες”».
Το «χαμένο» πρόγραμμα του 1981
Ως γερμανοτραφής, ο πρώην πρωθυπουργός εκθειάζει τις λεπτομερείς διαβουλεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη στο Βερολίνο για την κατάρτιση της προγραμματικής συμφωνίας που θα προηγηθεί της συγκρότησης του δε κυβερνητικού συνασπισμού. Μιλώντας δε με συνεργάτες του, τις αντιπαραβάλλει με το «γενικόλογο», όπως το χαρακτηρίζει, κείμενο στο οποίο κατέληξαν πέρυσι τον Ιούνιο τα τρία τότε κυβερνητικά κόμματα «που δεν δέσμευε κανέναν και σε τίποτε». Προεξοφλεί, ως εκ τούτου, ότι ανάλογου περιεχομένου «ευχολόγιο» θα είναι και η νέα επικαιροποιημένη προγραμματική συμφωνία που ετοιμάζεται από τη δικομματική συγκυβέρνηση. «Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει τέτοια κουλτούρα», σχολιάζει και διηγείται στους συνομιλητές του μια μικρή πικρή ιστορία που διημείφθη τις παραμονές των εκλογών του 1981. «Ο Παπανδρέου έλεγε τότε ότι “το πρόγραμμα είναι το τελευταίο που πρέπει να μας ενδιαφέρει”, αλλά επειδή κάποιοι, όπως εγώ που θεωρούμουν “απόβλητος”, επιμέναμε, ανέθεσε σε μια επιτροπή υπό τον Απόστολο Λάζαρη να κάνει ένα κυβερνητικό πρόγραμμα», θυμάται. «Οταν κάποια στιγμή το ζήτησα για να ξέρουμε τι λέμε προεκλογικά, ο Λάζαρης μου είπε “δεν μπορώ να στο δώσω γιατί είναι μυστικό”», λέει ο πρώην πρωθυπουργός και συνεχίζει. «Μετά τις εκλογές και αφού ανέλαβα το υπουργείο Γεωργίας, το ξαναζήτησα για να ξέρω τι κάνουμε. Ο Λάζαρης τότε μου είπε ότι το έχει χάσει κάπου μαζί με κάποιες σημειώσεις και το έψαχνε. Αλλά όπως μου ομολόγησε τις επόμενες ημέρες ο υπεύθυνος του κόμματος για τα αγροτικά που συμμετείχε στην επιτροπή, “πρόγραμμα δεν είχε γίνει ποτέ” και ο ίδιος είχε κρατήσει μόνο κάποιες σημειώσεις από τις συζητήσεις που είχαν γίνει».
Ο πρώην πρωθυπουργός εκφράζει ανησυχία για το ενδεχόμενο να εκφραστεί στις επερχόμενες ευρωεκλογές ένα μεγάλο κύμα διαμαρτυρίας και με αφορμή τα οικονομικά προβλήματα να ενισχυθούν εθνικολαϊκιστικές και αντιευρωπαϊκέςζ δυνάμεις. Επιμένει, ωστόσο, με κατηγορηματικό τρόπο ότι «απατώνται όσοι πιστεύουν ότι τα προβλήματα θα ρυθμιστούν σε εθνικό επίπεδο». Κατά την άποψή του, «η υστέρηση της Ευρώπης παρατηρείται επειδή η ηγεσία της δεν αντιλαμβάνεται ότι σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά η δυναμική που έχουν τα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα και οι πολύπτυχες δυνάμεις που επενεργούν δεν επιτρέπει την αντιμετώπισή τους από ένα κράτος». Γι’ αυτό και όπως τονίζει «χρειάζονται συνεργασίες και πάνω απ’ όλα συλλογική αντιμετώπιση». Φέρνοντας ως παράδειγμα της ανάγκης για συλλογική αντιμετώπιση το πρόβλημα της μετανάστευσης, εξηγεί ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί το σημερινό καθεστώς με το οποίο επωμίζονται όλο το βάρος της υποδοχής των μεταναστών οι χώρες του Νότου. «Απαιτείται και η Γερμανία και οι άλλες βόρειες χώρες να αναλάβουν ένα μέρος του προβλήματος και να μην περιορίζονται μόνο στη χρηματοδότηση των δυνάμεων αποτροπής των μεταναστευτικών ρευμάτων, που στο τέλος-τέλος αποδεικνύονται ανεπαρκείς», επισημαίνει.
«Να πάψει ο Βορράς να απομυζά τον Νότο»
Από το 2007 που ξεκίνησε η οικονομική κρίση η Ευρώπη -όπως υπογραμμίζει ο κ. Σημίτης- «δεν έχει καταφέρει να συλλάβει ένα σχέδιο για την αντιμετώπισή της», γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την ασθενική ανάπτυξη που παρατηρείται στην ευρωζώνη. Ο ίδιος υποστηρίζει ένθερμα την ιδέα της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης, βασικός πυλώνας της οποίας αποτελεί η τραπεζική ένωση «που όσο καθυστερεί, τόσο επιτείνει τα προβλήματα της φυγής κεφαλαίων και επιχειρήσεων από τον Νότο». «Πρέπει να πάψει ο Βορράς να απομυζά τον Νότο και αυτό μπορεί να γίνει με τη μεταφορά πόρων στην ευρωπαϊκή περιφέρεια μέσα από διαρθρωτικά προγράμματα», υπογραμμίζει και τονίζει την ανάγκη «να χτιστούν από τους Βόρειους εργοστάσια στον Νότο» και να αναληφθούν μεγάλες επενδυτικές πρωτοβουλίες στους τομείς της έρευνας, της καινοτομίας και των νέων τεχνολογιών, της ανάπτυξης των ενεργειακών πηγών, με έμφαση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και την αγροτική παραγωγή. Δηλώνει, πάντως, αντίθετος -και για «ιστορικούς λόγους», όπως διευκρινίζει- σε προτάσεις όπως αυτή του σοσιαλδημοκράτη υποψήφιου καγκελάριου κ. Πέερ Στάινμπρουκ για νέο «σχέδιο Μάρσαλ», καταλογίζοντας «άγνοια» σε όσους υποστηρίζουν τέτοιες ιδέες. «Και τότε προγράμματα ήταν, δεν ήταν λεφτά, και υπήρχε ο έλεγχος από τις ΗΠΑ», εξηγεί και συνεχιζει. «Στο τέλος-τέλος, εμείς δεν χρειαζόμαστε λεφτά για να κάνουν οι δήμαρχοι πλατείες, χρειαζόμαστε κίνητρα για να δημιουργηθούν ιδιωτικές επενδύσεις και να βρουν οι νέοι δουλειές».
«Εγινε το απολύτως σωστό με τη Χρυσή Αυγή»
Επαινετικός προς την κυβέρνηση είναι ο κ. Σημίτης για τους χειρισμούς που έγιναν στο ζήτημα της αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής. «Το χαιρετίζω. 'Εγινε το απολύτως αναγκαίο και σωστό», τονίζει και συνεχίζει: «Δεν μπορούσε να αφεθεί αυτή η εγκληματική ομάδα να παρεμποδίζει την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».Στο ερώτημα, μάλιστα, αν υπήρξε καθυστέρηση στην αντίδραση που εκδηλώθηκε από την οργανωμένη Πολιτεία, είναι κατηγορηματικός: «Οχι, το εγχείρημα τώρα γίνεται πιο κατανοητό από τον κόσμο». Δεν παραλείπει, όμως, να παρατηρήσει ότι βία δεν ασκείται μόνον από τους Χρυσαυγίτες. «Πρέπει να πάψει να γίνεται ανεκτή και η κουλτούρα της βίας που δεν σχετίζεται με τη Χρυσή Αυγή. Οταν την εποχή των “Αγανακτισμένων” στήνονταν κρεμάλες στο Σύνταγμα και ακουγόντουσαν φωνές “να καεί η Βουλή”, δημιουργούνταν ένα κλίμα βίας που οι μεν νομίζουν ότι αφορούσε μόνο τους δε, και το αντίθετο», παρατηρεί.
Σταθερή αλλά αργή θα είναι η πορεία βελτίωσης που θα διαγράψει η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια, εκτιμά ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κώστας Σημίτης, ο οποίος θεωρεί ότι προς αυτή την κατεύθυνση, εκτός από τη δεδομένη στήριξη των Ευρωπαίων εταίρων της χώρας, χρειάζεται να γίνουν πολλά από την ίδια την Ελλάδα για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στο διεθνές στερέωμα, αλλά και να αυξήσει την εγχώρια παραγωγικότητα και παραγωγή της.
«Είμαι αισιόδοξος, πιο αισιόδοξος απ' όσο ήμουν παλαιότερα», εκμυστηρεύεται στους συνομιλητές του ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος, με τη γνωστή εγκράτεια που τον διακρίνει σπεύδει να συμπληρώσει: «Ξέρετε ότι η δική μου αισιοδοξία κυμαίνεται στο όριο που από άλλους μπορεί να θεωρείται απαισιοδοξία». Ο κ. Σημίτης διαπιστώνει σημάδια βελτίωσης στο οικονομικό περιβάλλον, αλλά προσγειώνει όσους συνομιλούν μαζί του, επισημαίνοντας ότι για τα επόμενα χρόνια «η κατάσταση θα είναι μίζερη» και «οι δυσκολίες δεν θα ξεπεραστούν πριν από το 2020».
«Τελευταία γίνεται καλή δουλειά από τον Σαμαρά με τα ταξίδια του στο εξωτερικό και τον Στουρνάρα στην οικονομία», είναι η άποψη που εκφράζει, δίνοντας έμφαση στην προσπάθεια που γίνεται για να ανακτήσει η Ελλάδα το κύρος της και να αποκατασταθεί το κλίμα εμπιστοσύνης στην οικονομία, που θα φέρει επενδύσεις και θα συμβάλει στην ανάπτυξη και την καταπολέμηση της ανεργίας.
Ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος που χτύπησε, τον Δεκέμβριο του 2008, το καμπανάκι για την πιθανή έλευση του ΔΝΤ στην Ελλάδα, δεν θεωρεί ότι η διαφωνία του διεθνούς οργανισμού με την Ευρωπαϊκή Ενωση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους θα αποβεί εις βάρος της χώρας μας, ούτε ενστερνίζεται τη διακινούμενη φημολογία περί επιβολής νέων εισπρακτικών μέτρων ή οριζόντιων εισοδηματικών περικοπών. Εκτιμά μεν ότι θα συνεχιστεί η πίεση κυρίως για την εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων, αλλά, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «θα μας αφήσουν να έχουμε το κεφάλι έξω από το νερό». Γι’ αυτό και πιστεύει ότι «για πολιτικούς λόγους» θα δεχθούν την επίτευξη ενός μικρού πρωτογενούς πλεονάσματος στον φετινό Προϋπολογισμό, παρότι, όπως επισημαίνει, «με τεχνικούς όρους, θα μπορούσαν ακόμη και έλλειμμα να βγάλουν».
Η σπουδή για παροχές από το πλεόνασμα
Ο πρώην πρωθυπουργός, ωστόσο, θεωρεί απολύτως λανθασμένη τη σπουδή ορισμένων κυβερνητικών παραγόντων να σπεύσουν να εξαγγείλουν διανομή του πρωτογενούς πλεονάσματος μέσω παροχών. «Δεν καταλαβαίνω γιατί βιάστηκαν να το μοιράσουν πριν καν το έχουν», σχολιάζει και υποστηρίζει ότι εφόσον αυτό δεν πάει για τη μείωση του χρέους, πρέπει να κατευθυνθεί σε επενδύσεις που θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη και την αύξηση της απασχόλησης. Με κριτική διάθεση στέκεται και στον τρόπο με τον οποίο προχωρά το πρόγραμμα κινητικότητας και διαθεσιμότητας στο Δημόσιο. «Δεν έχουν εξηγήσει επαρκώς τα οφέλη για την κοινωνία από τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και ότι οι πόροι που θα εξοικονομηθούν από τις απολύσεις του υπεράριθμου και ακατάλληλου προσωπικού θα πάνε για τη βελτίωση των υποδομών στην παιδεία και την υγεία», επισημαίνει, ενώ αποδίδει την έλλειψη πειστικότητας και στο γεγονός ότι δεν προηγήθηκε ουσιαστική αξιολόγηση. Αναγνωρίζει ότι το εγχείρημα είναι δύσκολο, ενθυμούμενος τις αντιδράσεις -«πιέσεις, τηλεφωνήματα, καταγγελίες»- που είχαν παρατηρηθεί όταν την εποχή που κυβερνούσε αποφάσισε να καταργήσει το Ιδρυμα Παλιννοστούντων από την πρώην Σοβιετική Ενωση, καθώς είχε εκπληρωθεί ο σκοπός του. «Οσοι δεν θέλουν να αλλάξει τίποτε, δεν θεωρούν ποτέ κατάλληλο τον χρόνο για αλλαγές», αναφέρει, και συμπληρώνει: «Οταν τα πράγματα πάνε καλά, λένε ότι “δεν χρειάζονται αλλαγές αφού πάμε καλά”, και όταν δεν πάνε καλά, λένε ότι “τώρα δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε γιατί έχουμε δυσκολίες”».
Το «χαμένο» πρόγραμμα του 1981
Ως γερμανοτραφής, ο πρώην πρωθυπουργός εκθειάζει τις λεπτομερείς διαβουλεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη στο Βερολίνο για την κατάρτιση της προγραμματικής συμφωνίας που θα προηγηθεί της συγκρότησης του δε κυβερνητικού συνασπισμού. Μιλώντας δε με συνεργάτες του, τις αντιπαραβάλλει με το «γενικόλογο», όπως το χαρακτηρίζει, κείμενο στο οποίο κατέληξαν πέρυσι τον Ιούνιο τα τρία τότε κυβερνητικά κόμματα «που δεν δέσμευε κανέναν και σε τίποτε». Προεξοφλεί, ως εκ τούτου, ότι ανάλογου περιεχομένου «ευχολόγιο» θα είναι και η νέα επικαιροποιημένη προγραμματική συμφωνία που ετοιμάζεται από τη δικομματική συγκυβέρνηση. «Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει τέτοια κουλτούρα», σχολιάζει και διηγείται στους συνομιλητές του μια μικρή πικρή ιστορία που διημείφθη τις παραμονές των εκλογών του 1981. «Ο Παπανδρέου έλεγε τότε ότι “το πρόγραμμα είναι το τελευταίο που πρέπει να μας ενδιαφέρει”, αλλά επειδή κάποιοι, όπως εγώ που θεωρούμουν “απόβλητος”, επιμέναμε, ανέθεσε σε μια επιτροπή υπό τον Απόστολο Λάζαρη να κάνει ένα κυβερνητικό πρόγραμμα», θυμάται. «Οταν κάποια στιγμή το ζήτησα για να ξέρουμε τι λέμε προεκλογικά, ο Λάζαρης μου είπε “δεν μπορώ να στο δώσω γιατί είναι μυστικό”», λέει ο πρώην πρωθυπουργός και συνεχίζει. «Μετά τις εκλογές και αφού ανέλαβα το υπουργείο Γεωργίας, το ξαναζήτησα για να ξέρω τι κάνουμε. Ο Λάζαρης τότε μου είπε ότι το έχει χάσει κάπου μαζί με κάποιες σημειώσεις και το έψαχνε. Αλλά όπως μου ομολόγησε τις επόμενες ημέρες ο υπεύθυνος του κόμματος για τα αγροτικά που συμμετείχε στην επιτροπή, “πρόγραμμα δεν είχε γίνει ποτέ” και ο ίδιος είχε κρατήσει μόνο κάποιες σημειώσεις από τις συζητήσεις που είχαν γίνει».
Ο πρώην πρωθυπουργός εκφράζει ανησυχία για το ενδεχόμενο να εκφραστεί στις επερχόμενες ευρωεκλογές ένα μεγάλο κύμα διαμαρτυρίας και με αφορμή τα οικονομικά προβλήματα να ενισχυθούν εθνικολαϊκιστικές και αντιευρωπαϊκέςζ δυνάμεις. Επιμένει, ωστόσο, με κατηγορηματικό τρόπο ότι «απατώνται όσοι πιστεύουν ότι τα προβλήματα θα ρυθμιστούν σε εθνικό επίπεδο». Κατά την άποψή του, «η υστέρηση της Ευρώπης παρατηρείται επειδή η ηγεσία της δεν αντιλαμβάνεται ότι σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά η δυναμική που έχουν τα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα και οι πολύπτυχες δυνάμεις που επενεργούν δεν επιτρέπει την αντιμετώπισή τους από ένα κράτος». Γι’ αυτό και όπως τονίζει «χρειάζονται συνεργασίες και πάνω απ’ όλα συλλογική αντιμετώπιση». Φέρνοντας ως παράδειγμα της ανάγκης για συλλογική αντιμετώπιση το πρόβλημα της μετανάστευσης, εξηγεί ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί το σημερινό καθεστώς με το οποίο επωμίζονται όλο το βάρος της υποδοχής των μεταναστών οι χώρες του Νότου. «Απαιτείται και η Γερμανία και οι άλλες βόρειες χώρες να αναλάβουν ένα μέρος του προβλήματος και να μην περιορίζονται μόνο στη χρηματοδότηση των δυνάμεων αποτροπής των μεταναστευτικών ρευμάτων, που στο τέλος-τέλος αποδεικνύονται ανεπαρκείς», επισημαίνει.
«Να πάψει ο Βορράς να απομυζά τον Νότο»
Από το 2007 που ξεκίνησε η οικονομική κρίση η Ευρώπη -όπως υπογραμμίζει ο κ. Σημίτης- «δεν έχει καταφέρει να συλλάβει ένα σχέδιο για την αντιμετώπισή της», γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την ασθενική ανάπτυξη που παρατηρείται στην ευρωζώνη. Ο ίδιος υποστηρίζει ένθερμα την ιδέα της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης, βασικός πυλώνας της οποίας αποτελεί η τραπεζική ένωση «που όσο καθυστερεί, τόσο επιτείνει τα προβλήματα της φυγής κεφαλαίων και επιχειρήσεων από τον Νότο». «Πρέπει να πάψει ο Βορράς να απομυζά τον Νότο και αυτό μπορεί να γίνει με τη μεταφορά πόρων στην ευρωπαϊκή περιφέρεια μέσα από διαρθρωτικά προγράμματα», υπογραμμίζει και τονίζει την ανάγκη «να χτιστούν από τους Βόρειους εργοστάσια στον Νότο» και να αναληφθούν μεγάλες επενδυτικές πρωτοβουλίες στους τομείς της έρευνας, της καινοτομίας και των νέων τεχνολογιών, της ανάπτυξης των ενεργειακών πηγών, με έμφαση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και την αγροτική παραγωγή. Δηλώνει, πάντως, αντίθετος -και για «ιστορικούς λόγους», όπως διευκρινίζει- σε προτάσεις όπως αυτή του σοσιαλδημοκράτη υποψήφιου καγκελάριου κ. Πέερ Στάινμπρουκ για νέο «σχέδιο Μάρσαλ», καταλογίζοντας «άγνοια» σε όσους υποστηρίζουν τέτοιες ιδέες. «Και τότε προγράμματα ήταν, δεν ήταν λεφτά, και υπήρχε ο έλεγχος από τις ΗΠΑ», εξηγεί και συνεχιζει. «Στο τέλος-τέλος, εμείς δεν χρειαζόμαστε λεφτά για να κάνουν οι δήμαρχοι πλατείες, χρειαζόμαστε κίνητρα για να δημιουργηθούν ιδιωτικές επενδύσεις και να βρουν οι νέοι δουλειές».
«Εγινε το απολύτως σωστό με τη Χρυσή Αυγή»
Επαινετικός προς την κυβέρνηση είναι ο κ. Σημίτης για τους χειρισμούς που έγιναν στο ζήτημα της αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής. «Το χαιρετίζω. 'Εγινε το απολύτως αναγκαίο και σωστό», τονίζει και συνεχίζει: «Δεν μπορούσε να αφεθεί αυτή η εγκληματική ομάδα να παρεμποδίζει την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».Στο ερώτημα, μάλιστα, αν υπήρξε καθυστέρηση στην αντίδραση που εκδηλώθηκε από την οργανωμένη Πολιτεία, είναι κατηγορηματικός: «Οχι, το εγχείρημα τώρα γίνεται πιο κατανοητό από τον κόσμο». Δεν παραλείπει, όμως, να παρατηρήσει ότι βία δεν ασκείται μόνον από τους Χρυσαυγίτες. «Πρέπει να πάψει να γίνεται ανεκτή και η κουλτούρα της βίας που δεν σχετίζεται με τη Χρυσή Αυγή. Οταν την εποχή των “Αγανακτισμένων” στήνονταν κρεμάλες στο Σύνταγμα και ακουγόντουσαν φωνές “να καεί η Βουλή”, δημιουργούνταν ένα κλίμα βίας που οι μεν νομίζουν ότι αφορούσε μόνο τους δε, και το αντίθετο», παρατηρεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου